- κημός
- ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός)νεοελλ.σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τουςμσν.καπίστριαρχ.1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν ἱπποκόμον καὶ τὸν κημόν περιτιθέναι τῷ ἵππῳ», Ξεν.)2. σάκος με τροφή που κρέμεται από τον αυχένα τού αλόγου και στον οποίο είναι χωμένο το ρύγχος του για να τρώγει3. ψάθινο ή πλεκτό σκεύος χρήσιμο για το ψάρεμα τής πορφύρας4. το ανώτατο μέρος τής κάλπης, που είχε σχήμα χωνιού και μέσα από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι τών δικαστών5. γυναικείο κόσμημα6. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρτοποιοί για να καλύπτουν τη μύτη και το στόμα κατά την εργασία τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρμεν. k'amem «πιέζω» καθώς και με λιθουαν. kāmanos «χαλινάρια», μέσ. άνω γερμ. hemmen, hamen «σταματώ, αναστέλλω, δένω». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cāmus (πρβλ. δωρ. τ. κᾱμός), όπως και η αραβ. με τη μορφή ǵem (πρβλ. γκέμι)].
Dictionary of Greek. 2013.